- ερμηνεία
- interprétation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἑρμηνεία — ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc/acc dual ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείᾳ — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η 1. η πράξη του ερμηνεύω, εξήγηση, διασάφηση: Αυτή είναι η πιο σωστή ερμηνεία του νόμου. 2. μετάφραση, μεταγλώττιση κειμένου: Να γραφεί και η ερμηνεία του κειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑρμηνείας — ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem acc pl ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαι — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαν — ἑρμηνείᾱν , ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνειῶν — ἑρμηνεία interpretation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῖαι — ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαις — ἑρμηνεία interpretation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείην — ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)